Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Ωδή στα περίπτερα - Γιάννη Τριάντη

Κι επειδή ήρθε η ώρα να ξυπνήσω τον άντρα μου, να πάει στο περίπτερο, εδώ να σας χαιρετήσω με το δώρο της Φωτεινής να μου δακτυλογραφήσει αυτό το άρθρο!

"Ωδή στα περίπτερα" χρονογράφημα του Γιάννη Τριάντη, δημοσιευμένο στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ 01/09-07/09/2011

από την Fotini Samaritaki, Σάββατο, 24 Σεπτεμβρίου 2011 στις 10:08 π.μ.
Λιγοστεύουν τα περίπτερα στην πόλη. ένα ένα κλείνουν. Η γκρίζα ταπετσαρία της Αθήνας, με τα πολυάριθμα "Ενοικιάζεται" ή "Πωλείται" στα σκονισμένα τζάμια, συμπληρώνεται πένθιμα από τα κατεβασμένα ρολά των περιπτέρων. Η πόλη χάνει το χρώμα της και η γειτονιά το αποκούμπι της...

Περιμένοντας στο καφενείο τους άλλους, στην πρώτη σύναξη μετά τον Δεκαπενταύγουστο, χάζευα τη μουριά και την αραιή κίνηση στον δρόμο κι ένιωθα κάτι να λείπει από το συνηθισμένο κάδρο. Το βλέμμα, που άλλοτε τριγυρνούσε άστατα ανάμεσα σε τίτλους εφημερίδων, στάθμευε στα πολύχρωμα εξώφυλλα περιοδικών και αποθαύμαζε αυτόν τον πυκνοβαλμένο μικρόκοσμο του περιπτέρου,τώρα συναντούσε ένα βουβό πρόσωπο. κατεβασμένα ρολά και μια παράξενη σιωπή. Εκεί που άλλοτε βούιζε ο τόπος σαν μελίσσι.
"Έκλεισε", ψιθύρισε μονολογώντας ο φίλος μας ο καφετζής, "Όπως και το παρακάτω, στη γωνία, που το είχαν Αλβανοί, εδώ, της γειτονιάς. Δεν βγαίνουν οι άνθρωποι. Κάτι τα τσιγάρα, που δεν αφήνουν κέρδος, κάτι η κίνηση, που γενικά μειώθηκε, βάλε και τις διαρρήξεις κάθε τρεις και λίγο... Είδαν κι απόειδαν και το 'κλεισαν. Έφυγαν για την Αλβανία. Ετούτος ο δικός μας ψάχνει για δουλειά"...
Όσο μιλούσε ο καφετζής, είχα το βλέμμα κολλημένο στα κατεβασμένα ρολά. Παγωμένο, γκρίζο χρώμα. Σαν τέφρα που επισκίαζε το παιγνιώδες κίτρινο της βάσης και του πυργίσκου. Τότε θυμήθηκα ένα ωραίο στίχο, που πάντα τον έχω εύκαιρο στη μνήμη μου: "Αμέτοχος, σαν τα περίπτερα στην κίνηση"..."Όχι", είπα μέσα μου. "Στα κλειστά περίπτερα αληθεύει αυτός ο στίχος και όχι στα ανοιχτά. Αυτά συμμετέχουν ενεργά. Είναι στοιχείο της κίνησης, κι ας μην το υποψιάζονται τα τροχοφόρα. Είναι εργαστήρια συνάφειας τα περίπτερα. Βακτηρίες και φαρμακεία για μοναχικούς μέσα στη νύχτα. Αντηχεία ειδήσεων της γειτονιάς -ας είναι και κουτσομπολιά, δεν πειράζει. Καθρέπτες του κόσμου, με τόσους τίτλους εφημερίδων και περιοδικών, είναι τα περίπτερα"...
Α, τα περίπτερα! Θεσμικά εξομολογητήρια, μικρογραφίες της παλιάς πλατείας, πολύτιμα πρατήρια καυσίμων -τι άλλο από καύσιμα είναι τα τσιγάρα και οι εφημερίδες. Ειδικά αυτά που ξενυχτάνε, έχουν αξία ισοϋψή με τα νοσοκομεία, τις καντίνες, τα μπαρ και τα βενζινάδικα. Κι ακόμη παραπάνω, όταν τυχαίνει να 'ναι δικός σου, της γειτονιάς, ο περιπτεράς, και ξέρεις πως είναι 'κει, πυγολαμπίδα στο σκοτάδι, έτοιμος να μοιραστεί μαζί σου όσα τυράννησαν ή αποθέωσαν την ατέλειωτη νύχτα σου.
Εντάξει. Δεν είναι όλοι πρόθυμοι και δοτικοί. Πότε πότε φωνάζουν "Συντομεύετε" κι ας λες εσύ μέσα σου "Ένα λεπτό, περιπτερά", προσδοκώντας ανθρώπου απόκριση στο βάσανο που τρώει τα σωθικά σου. (Τι τραγούδι κι αυτό του Διονυσίου, σε στίχους Μαριανίνας Κριεζή και μουσική του Μουσαφίρη) Τέλος πάντων, το περίπτερο έχει την αυταξία της παρουσίας του, αυτονομημένη από δύστροπους ή κουρασμένους περιπτεράδες. Παλιότερα, βέβαια, σε δύσκολους καιρούς, πολλά λέγανε για κάποιους ιδιόκτητες τους, Ναι, τότε. Στις εποχές της γκρίζας καμπαρντίνας, που τριγυρνούσε άγρυπνη με τα μαύρα κατάστιχα, συλλέγοντας πληροφορίες για τους μαρκαρισμένους ακόμη και απ' τα χαρτάκια τα πεταμένα στα ρείθρα...
Όμως τα σκούρα χρόνια πέρασαν. Και τα περίπτερα εντυπώθηκαν στη συνείδηση της πόλης ως εμβληματικά στοιχεία, αναπόσπαστο κομμάτι του "είναι" της. Γι' αυτό, τώρα που αραιώνουν επικίνδυνα, φαίνονται ορφανές οι γειτονιές, άδειες οι γωνίες και σπασμένο το περιδέραιο των δρόμων. Σα να γεμίζει μαύρα στίγματα -δείγμα προϊσούσης δυσπλασίας- το σώμα της πόλης...
Αυτά σκεφτόμουν μέχρι να 'ρθουν οι άλλοι. Δεν τους είπα τίποτε για το σφαλισμένο περίπτερο, γιατί δεν ήθελα να τους χαλάσω τη διάθεση. Αφέθηκα στις κουβέντες για τα τερπνά των διακοπών, αποφεύγοντας -όλοι προσπαθούσαν να τα αποφύγουν- τα δύσκολα του φθίνοντος Αυγούστου και τα ζόρικα του χλωμού Σεπτεμβρίου... Όμως μέσα μου το βουβό περίπτερο -αλλά και τα άπειρα "Ενοικιάζεται", η καχεκτική κίνηση και τα φοβισμένα βλέμματα -μου θύμισε, χωρίς να θέλω, ένα παλιό τραγούδι του Σαββόπουλου: "Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις/ όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα/ παράγκα, παράγκα του χειμώνα και συ μιλάς σαν πτώμα/ Ο λαός, ο λαός στα πεζοδρόμια, κουλούρια ζητάει κια λαχεία/ Κοπάδια, κοπάδια στα υπουργεία, αιτήσεις για τη Γερμανία"...
Ναι. Τόσο πίσω πήγαν τα πράγματα. Τόσο ξανάγιναν τραγικά. Απλώς τώρα οι αιτήσεις είναι για την Αυστραλία. Όπου μπορεί να καταλήξει και ο άφαντος περιπτεράς της γειτονιάς
· · Κοινοποιήστε